- βουρλιάζω
- και μπουρλιάζω [βούρλο]1. περνώ σύκα, φύλλα καπνού, ψάρια κ.λπ. σε φύλλο βούρλου ή σπάγγο2. περνώ την κλωστή από την τρύπα της βελόνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουρλιάζω — ιασα, ιάστηκα, βουρλιασμένος, περνώ σε βούρλο ή κλωστή πολλά όμοια πράγματα, αρμαθιάζω: Σε πολλά ελληνικά χωριά το καλοκαίρι βουρλιάζουν καπνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβούρλιαστος — η, ο [βουρλιάζω] αυτός που δεν βουρλιάστηκε, δεν περάστηκε δηλ. σε βούρλο ή σπάγγο, ώστε να σχηματιστεί ορμαθός, δέσμη … Dictionary of Greek